ἱλαροτραγῳδίας

ἱλαροτραγῳδίας
ἱλαροτραγῳδίᾱς , ἱλαροτραγῳδία
burlesque tragedy
fem acc pl
ἱλαροτραγῳδίᾱς , ἱλαροτραγῳδία
burlesque tragedy
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φλύαξ — ακος, ο, ΝΜΑ (στην αρχαιότητα) στον πληθ. οι φλύακες λογοτεχνικό είδος σατιρικών και κωμικών, συνήθως άσεμνων, ασμάτων τών λαϊκών εορτών τών δωρικών κυρίως περιοχών, το οποίο γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στον Τάραντα και στη Σικελία, παίρνοντας τη… …   Dictionary of Greek

  • ιλαροτραγικός — ή, ό επίρρ. ά που έχει τα γνωρίσματα της ιλαροτραγωδίας (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”